γκλαβανή
From LSJ
Greek Monolingual
και κλαβανή και κλιβανή, η
1. οπαίο της στέγης που κλείνει με κινητή πλάκα ή σανίδα και χρησιμεύει για φωτισμό, αερισμό ή έξοδο στο δώμα
2. καταπακτή του ισόγειου πατώματος που βρίσκεται πάνω από σκάλα και χρησιμεύει για την κάθοδο στο υπόγειο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (σλαβ.) glava «κεφάλι». Κατ' άλλους < (σλαβ.) klavanie «κρύπτη»].