μπουλόνι

Greek Monolingual

το
το βλήτρο, μετάλλινο κυλινδρικό στέλεχος, γόμφος με βιδωτή κεφαλή στο ένα ή και στα δύο άκρα, για τη σύνδεση δύο μερών ενός μηχανισμού ή μιας μετάλλινης ή ξύλινης κατασκευής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. boulon < γαλλ. boule «μεταλλική σφαίρα» < λατ. bulla «σφαιρικό αντικείμενο»].