μπουνιά

Greek Monolingual

η
1. η σύσφιγξη των δακτύλων του χεριού σε πυγμή, γροθιά
2. συνεκδ. χτύπημα με γροθιά, γρονθοκόπημα («έφαγε μια μπουνιά στα μούτρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. bugna «πυγμή»].