γροθιά
From LSJ
ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same
Greek Monolingual
η (Μ γροθέα και γρονθέα) γρόθος
1. κλειστό χέρι με σφιγμένα τα δάχτυλα
2. χτύπημα που καταφέρεται με αυτόν τον τρόπο
νεοελλ.
1. σιδερένιο όπλο το οποίο έχει τρύπες όσες και τα δάχτυλα του χεριού και προσαρμόζεται σε αυτό ώστε να καταφέρονται δυνατά και επικίνδυνα χτυπήματα
2. δύναμη («αυτός έχει γερή γροθιά»).