μπουνταλάς

Greek Monolingual

ο, θηλ. μπουνταλού
1. ανόητος, κουτός
2. χοντρός
3. αδέξιος
4. νωθρός, οκνηρός
5. αγαθούλης, αφελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. budala].