μπράτσαναυτ. εκτελώ κερούλκηση, δηλαδή τραβώ και δένω το σχοινί που διευθετεί την κεραία ενός ιστίου ιστιοφόρου πλοίου, τακτοποιώ τις κεραίες και τα πανιά του ιστιοφόρου για να ξεκινήσει, κερουλκώ.