μπροστά

Greek Monolingual

εμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ὀμπροστά, με σίγηση του αρκτικού φωνήεντος < ἐμπρός, κατά τα επιρρ. σε -τά (πρβλ. χωριστά)].