μπρούμυτα

Greek Monolingual

επίρρ. με το πρόσωπο προς το έδαφος, πρηνηδόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. μσν. πρόμυτα < πρό + μύτη, με ανάπτυξη έρρινου].