μυία

English (LSJ)

κοινά, ἀναιδῆ, Hsch.

Greek Monolingual

(I)
η (Α μυῖα και αττ. τ. μῡα)
βλ. μύγα.
(II)
μυία (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κυνά, ἀναιδῆ».