Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μυελοσάρκωμα
Greek Monolingual
το ιατρ.σάρκωμα αποτελούμενο από κύτταρα του μυελού τών οστών ή από κύτταρα του δικτυοενδοθηλιακού συστήματος του νωτιαίου μυελού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myelosarcome (<μυελός+σάρκωμα)].