σάρκωμα
From LSJ
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
English (LSJ)
-ατος, τό, fleshy excrescence, especially in the nose, Dsc. 3.80, Gal.19.439, etc.
German (Pape)
[Seite 863] τό, Gewächs od. Auswuchs von Fleisch, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
σάρκωμα: τό, σαρκῶδες ἔκφυμα, μάλιστα ἐπὶ τῆς ῥινός, Γαλην., κλπ.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ σαρκῶ
σαρκώδες βλάστημα, ιδίως στην μύτη
νεοελλ.
1. ιατρ. κακοήθης όγκος που προέρχεται από τον εμβρυϊκό συνδετικό ιστό, από το μεσέγχυμα
2. φρ. «σάρκωμα του Στίκερ»
(κτην.) νόσος τών σκύλων η οποία χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση πολυποειδών όγκων στον βλεννογόνο τών γεννητικών οργάνων
3. στον πληθ. τα σαρκώματα
(στην ζωγραφική) τα γυμνά μέρη του σώματος.