σάρκωμα

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάρκωμα Medium diacritics: σάρκωμα Low diacritics: σάρκωμα Capitals: ΣΑΡΚΩΜΑ
Transliteration A: sárkōma Transliteration B: sarkōma Transliteration C: sarkoma Beta Code: sa/rkwma

English (LSJ)

-ατος, τό, fleshy excrescence, especially in the nose, Dsc. 3.80, Gal.19.439, etc.

German (Pape)

[Seite 863] τό, Gewächs od. Auswuchs von Fleisch, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

σάρκωμα: τό, σαρκῶδες ἔκφυμα, μάλιστα ἐπὶ τῆς ῥινός, Γαλην., κλπ.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ σαρκῶ
σαρκώδες βλάστημα, ιδίως στην μύτη
νεοελλ.
1. ιατρ. κακοήθης όγκος που προέρχεται από τον εμβρυϊκό συνδετικό ιστό, από το μεσέγχυμα
2. φρ. «σάρκωμα του Στίκερ»
(κτην.) νόσος τών σκύλων η οποία χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση πολυποειδών όγκων στον βλεννογόνο τών γεννητικών οργάνων
3. στον πληθ. τα σαρκώματα
(στην ζωγραφική) τα γυμνά μέρη του σώματος.