μυελοτρεφής

English (LSJ)

μυελοτρεφές, breeding marrow, Tim.Fr.24.

German (Pape)

[Seite 213] ές, marknährend, gebend, E. M 630, 43 aus Timotheus.

Greek (Liddell-Scott)

μυελοτρεφής: -ές, τεθραμμένος διὰ μυελοῦ, Τιμόθ. 11.

Greek Monolingual

μυελοτρεφής, -ές (Α)
αυτός που τρέφεται ή έχει τραφεί με μυελό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυελός + -τρεφής (< τρέφω), πρβλ. μηροτρεφής].