[Seite 213] τό, spätere Form für μυελός, Phryn. 136.
μυελόν: τό, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ μυελός, Γρηγ. Ναζ. Ἀπολ. σ. 26.
μυελόν, τὸ (Α)ο μυελός.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μυελός, με αλλαγή γένους].