μυελόπλακα

Greek Monolingual

και μυελοπλάξ η
ανατ. ιδιαίτερο ανατομικό στοιχείο του μυελού τών οστών, πολυπύρηνο γιγαντοκύτταρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myeloplax (< μυελός + πλάξ, πλακός].