μυζητοῦ, ὁ, caterpillar, Sm.Ps.77(78).46.
ο (Α μυζητής) ζωολ.έντομο ημίπτερο της οικογένειας αφιδίδες επιβλαβές για τα φυτά.[ΕΤΥΜΟΛ. μύζω (ΙΙ) «πιπιλίζω, ρουφώ» με επίδραση του μυζώ, πιθ. επειδή το έντομο ρουφά τον χυμό τών φρούτων].