μυθουργία

English (LSJ)

ἡ, = μυθοποιία, Tz.H.8.519, Poet. ap. Sch. Opp.H.1.619.

German (Pape)

[Seite 215] ἡ, = μυθοποιΐα, Tzetz. u. a. Sp.

Greek Monolingual

μυθουργία, ἡ (Μ) μυθουργός
μυθοποιία.