μυθοποιία

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡθοποιία Medium diacritics: μυθοποιία Low diacritics: μυθοποιία Capitals: ΜΥΘΟΠΟΙΙΑ
Transliteration A: mythopoiía Transliteration B: mythopoiia Transliteration C: mythopoiia Beta Code: muqopoii/a

English (LSJ)

ἡ, making of fables, invention, Str.1.1.19, al., D.S.1.96, Ph.1.177 (pl.), Corn.ND 17 (pl.), Plu.2.348a.

Greek (Liddell-Scott)

μῡθοποιία: ἡ, ἡ ἐπινόησις μύθων, Διόδ. 1. 69, Πλούτ. 2. 348Α·

Greek Monolingual

η (Α μυθοποιία) μυθοποιός
η επινόηση μύθων, μυθοποίηση («ἡ ποιητική περὶ μυθοποιΐαν ἐστί», Πλούτ.).