μυθουργός

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source

Greek Monolingual

μυθουργός, ὁ (Μ)
αυτός που επινοεί μύθους, ο μυθοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + -ουργός (< ἔργον)].