μυλιαίος

Greek Monolingual

μυλιαῖος, -αία, -ον (Α)
φρ. α) «μυλιαῖος λίθος» — μυλίτης λίθος, μυλόπετρα
β) «μυλιαῖοι ὀδόντες» — γομφίοι, τραπεζίτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη, + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. γναθιαίος)].