μυλιαῖος, -αία, -ον (Α)φρ. α) «μυλιαῖος λίθος» — μυλίτης λίθος, μυλόπετραβ) «μυλιαῖοι ὀδόντες» — γομφίοι, τραπεζίτες.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη, + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. γναθιαίος)].