μυλιστικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
εφοδιασμένος με μυλόπετρα ή αυτός που δουλεύει με μυλόπετρα («μυλιστικές μηχανές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλος + κατάλ. -ιστικός μέσω αμάρτυρων μυλίζω - μυλιστός].