μυμαρίζω

English (LSJ)

Aeolic for μωμάομαι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 217] äol. statt μωμάομαι, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

μυμᾰρίζω: Αἰολ. ἀντὶ μωμάομαι, «μυμαρίζει· γελοιάζει» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μυμαρίζω (Α) μύμαρ
(αιολ. τ.) μωμώμαι.