Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μυογενής
Greek Monolingual
-ές αυτός που σχηματίζεται από τον μυϊκό ιστό ή έχει την αρχή του σε μυ («μυογενήςθεωρία του αυτοματισμού της καρδιάς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myogen (<μυς, μυός «όργανο του σώματος» + -γενής<γένος)].