Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μυογράφημα
Greek Monolingual
και μυόγραμμα, το η γραφική παράσταση της συστολής ενός μυός, η οποία επιτυγχάνεται με τον μυογράφο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myograph / myogram (<μυς, μυός «όργανο του σώματος» +γράφημα / γράμμα<γράφω)].