μυοπάθεια

Greek Monolingual

η
ιατρ. α) (υπό ευρεία έννοια) κάθε πάθηση τών μυών, φλεγμονώδης ή εκφυλιστική
β) (υπό στενή έννοια) η μυογενής μυϊκή δυστροφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myopathie (< μυς, μυός «όργανο του σώματος» + -πάθεια < -παθής < πάσχω)].