μυρισμός

English (LSJ)

ὁ, an anointing, Antig.Car. ap. Ath.12.547f, LXX Ju.16.8.

German (Pape)

[Seite 220] ὁ, das Salben, Ath. XII, 547 f u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μῠρισμός: ὁ, χρῖσις διὰ μύρου, Ἀθήν. 547F, Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Ιϛʹ, 6).

Greek Monolingual

μυρισμός, ὁ (Α) μυρίζω
αρωματική αλοιφή, μύρο.