χρῖσις
English (LSJ)
-εως, ἡ, (χρίω)
A smearing, ἡ τοῦ ἐλαιου εἰς ἱμάτιον χ. Arist. Pr.966b35; τῶν ἀγγείων Dsc.1.58 (χρῆσιν codd.); [τῆς κεφαλῆς], = ἄλειψις, Diocl.Fr.141.
2 anointing, PPetr.2p.72 (iii B. C.), LXX Ex.29.21, al.; φαρμάκων J.AJ2.14.3 (pl.)
II colouring, varnish, wash, Muson.Fr.19p.108H.(pl.), Ael.NA6.41; colour-washing, τῶν σκαναμάτων IG42(1).109 i 128 (Epid., iii B. C.), cf. Supp.Epigr.4.270 (Panamara, i(?) B.C.).
German (Pape)
[Seite 1376] ἡ, 1) das Salben, Bestreichen, Anstreichen. – 2) der Anstrich, die Tünche (nicht χρίσις, s. χρῖμα), Ael. H. A. 6, 41 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
couche de plâtre ou de mortier.
Étymologie: χρίω.
Greek (Liddell-Scott)
χρῖσις: -εως, ἡ, (χρίω) τὸ χρίειν, ἀλείφειν· ἡ τοῦ ἐλαίου εἰς τὸ ἱμάτιον χρῖσις, ἡ εἰς τὸ ἱμάτιον ἄλειψις, Ἀριστ. Προβλ. 38. 3. 2) τὸ διὰ χρίσματος χρίειν, τὸ διὰ χρίσεως διορίζειν εἰς ἀξίωμα, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Κ.Θ΄, 21, κ. ἀλλ.)· φαρμάκων Ἰώσηπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 14, 3. ΙΙ. ἐπίχρισις, χρωματισμός, Ἀριστοτ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 41, Μουσών, παρὰ Στοβ. 18. 28.
Russian (Dvoretsky)
χρῖσις: εως ἡ χρίω натирание, намазывание (τοῦ ἐλαίου Arst.).