μυριόκλωνος

Greek Monolingual

-η, -ο
(για δέντρα)
1. αυτός που έχει πάρα πολλά κλαδιά
2. μτφ. μεγάλοςμυριόκλωνος ο πόνος που πονώ», Γρυπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + κλῶνος].