πονώ
Greek Monolingual
πονῶ, -έω, ΝΜΑ, πονάω Ν πόνος
1. αισθάνομαι σωματικό άλγος, έχω πόνους («μού πονάει το στομάχι»)
2. θλίβομαι, λυπάμαι, υποφέρω ψυχικά («πόσον δοκεῖς πονοῦσιν, Ἔρως, ὅσους σὺ βάλλεις», Ανακρεόντ.)
3. προξενώ θλίψη, κάνω κάποιον να λυπηθεί («μέ πόνεσε πολύ ο χωρισμός μας»)
νεοελλ.
1. προκαλώ σωματικό πόνο («δεν μέ πόνεσε ο οδοντίατρος σήμερα»)
2. αισθάνομαι στοργή και ζωηρό ενδιαφέρον για κάποιον, φροντίζω, νοιάζομαι («είσαι αδερφή μου και σέ πονάω»)
3. φείδομαι («δεν τά πονάει τα λεφτά του»)
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) πονεμένος, -η, -ο
α) (για μέλος του σώματος) αυτός που υποφέρει («το πονεμένο χέρι»)
β) βασανισμένος, ταλαίπωρος, δυστυχής («πονεμένη μάνα»)
5. φρ. α) «του πονάει το δόντι» — είναι ερωτευμένος
β) «πού σέ πονεί και πού σέ σφάζει» — λέγεται για κάποιον που ξυλοκοπήθηκε ανηλεώς
6. παροιμ. «όποιος πονεί στ' αληθινά γαϊδουρινά φωνάζει» — ο πράγματι μεγάλος πόνος δεν κρύβεται και εκδηλώνεται
αρχ.
1. (ενεργ. και μέσ.) μοχθώ, κοπιάζω
2. πάσχω, υποφέρω («Πριάμου πόλιν... τᾷ καὶ Δαναοὶ πόνησαν», Πίνδ.)
3. (ενεργ. και μέσ.) είμαι άρρωστος
4. υφίσταμαι βλάβη («καὶ πονησάντων αὐτῷ τῶν σκευῶν καὶ συντριβέντων ὅλως», Δημοσθ.)
5. (για τα προϊόντα της γης) βλάπτομαι, καταστρέφομαι («ῥίζαι πεπονηκυῖαι», Θεόφρ.)
6. (για κτήριο) γκρεμίζομαι, ερειπώνομαι
7. αποκτώ κάτι με κόπο («παραλαβὼν τὰ χρήματα ἃ ἡμεῖς ἐπονήσαμεν», Ξεν.)
8. μέσ. πονοῦμαι, -έομαι
α) κατασκευάζω κάτι («ἡμεῖς δ' ὅπλα ἕκαστα πονησάμενοι κατά νῆα ἥμεθα», Ομ. Οδ.)
β) μάχομαι
9. παθ. α) πιέζομαι, στενοχωριέμαι («πόλεως... πονουμένης μάλιστα τῷ πολέμω», Θουκ.)
β) ασκούμαι σε κάτι («ὁ κατ' ἀλήθειαν πολιτικὸς πεπονῆσθαι περὶ τὴν ἀρετήν», Αριστοτ.)
γ) (για φαγητό) παρασκευάζομαι.