μυριόμοχθος

English (LSJ)

μυριόμοχθον, of countless labours, of Heracles, APl.4.91.

German (Pape)

[Seite 219] der unendlich viel gearbeitet hat, Herakles, Ep. ad. 282 (Plan. 91).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a supporté des fatigues innombrables.
Étymologie: μυρίοι, μόχθος.

Russian (Dvoretsky)

μυριόμοχθος: понесший бесчисленные труды, бесконечно много потрудившийся (Ἡρακλῆς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόμοχθος: -ον, ὁ μυρία μοχθήσας, Ἀνθ. Πλαν. 91.

Greek Monolingual

μυριόμοχθος, -ον (Α)
αυτός που έχει μοχθήσει πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -μοχθος (< μόχθος)].

Greek Monotonic

μῡριόμοχθος: -ον, αυτός που έχει καταβάλει αναρίθμητο μόχθο, σε Ανθ.

Middle Liddell

μῠριό-μοχθος, ον
of countless labours, Anth.