μυρμήκιον

English (LSJ)

τό, a species of spider, Philum.Ven.15.1.

German (Pape)

[Seite 220] τό (eigtl. dim. von μύρμηξ), = μυρμήκειον.

Greek (Liddell-Scott)

μυρμήκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ μύρμηξ, Πλίν. 29. 29· μυρμήκειον ἐν Νικ. Θ. 747. ΙΙ. ὅρα ἐν λέξ. μυρμηκιά.

Greek Monolingual

μυρμήκιον, τὸ (ΑΜ) μύρμηξ
μικρό μυρμήγκι
αρχ.
είδος αράχνης.