μυροβραχής
English (LSJ)
or μυροβρεχής, ές, (βρέχω) wet with unguent, κόμη LXX 3 Ma.4.6, cf. Suet. Aug.86:—also μυρόβροχος, ον, Ps.-Callisth.3.16.
Greek Monolingual
μυροβραχής και μυροβρεχής, -ές (Α)
(ιδίως για τα μαλλιά) αυτός που είναι βρεγμένος, αρωματισμένος με μύρο («καὶ κόνει τὴν μυροβραχῆ πεφυρμέναι κόμην», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -βραχής / -βρεχής (< βρέχω)].