μυροδέγμων

Greek Monolingual

μυροδέγμων, -ον (Μ)
(για σκεύη) αυτός που δέχεται τα μύρα, ο μυροδόχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. θεοδέγμων, οικοδέγμων].