μυρτίδες
Greek Monolingual
οι
βοτ. οικογένεια δέντρων ή θάμνων της τάξης μυρτώδη, με απλά φύλλα που φέρουν συνήθως αρωματικούς αδένες, τα άνθη τους είναι ερμαφρόδιτα και ο καρπός ξυλώδης ή σαρκώδης, στην οποία ανήκουν τα γένη ευκάλυπτος, λεπτόσπερμο, μύρτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. myrtaceae (< μύρτος)].