μυρτίτης
English (LSJ)
[ῑ], ὁ, a species of τιθύμαλλος,
A = μυρσινίτης II.2, Thphr. HP 9.11.9, Crateuas ap.Sch. Nic.Th.617, Ps.-Dsc.4.18 (p.311 W.).
2 μυρτίτης οἶνος = μυρσινίτης 1, Dsc.5.28, Heras ap.Gal.13.297, CIL4.5593 (μυρτείτης); μυρτίτης alone, IGRom.1.515 (Italy), cf. Artem.1.66.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
μυρτίτης: [ῑ], ὁ, ὄνομα εἴδους τινὸς τιθυμάλλου («γαλατσίδας»), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 9. 2) μ. οἶνος, = μυρρινίτης, Διοσκ. 5. 36.
Greek Monolingual
ο (Α μυρτίτης)
1. το ποώδες φυτό μυρσινίτης
2. (για οίνο) αυτός που έχει παρασκευαστεί ή αρωματιστεί με μυρσίνη, ο μυρσινίτης («μυρτίτης οἶνος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + κατάλ. -ίτης].