μυρτομιγής

English (LSJ)

μυρτομιγές, mixed with myrtle-berries, Gp.4.4.

German (Pape)

[Seite 222] ές, mit Myrthenbeeren gemischt, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

μυρτομῐγής: -ές, μεμιγμένος μετὰ κόκκων μυρσίνης, Γεωπ. 4. 4.

Greek Monolingual

μυρτομιγής, -ές (Μ)
ανάμικτος με κόκκους μυρτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + -μιγής (< μίγνυμι)].