μυσερός

English (LSJ)

ά, όν, late form of μυσαρός, Man.4.269, EM535.32, v.l. in LXX Le.18.23.

German (Pape)

[Seite 222] = μυσαρός, Man. 4, 269; E. M.

Greek (Liddell-Scott)

μῠσερός: -ά, -όν, μεταγεν. τύπος τοῦ μυσαρός, Μανέθων 4. 269, Ἐτυμ. Μέγ. 535. 32.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (ΑΜ μυσερός, -ά, -όν)
βλ. μυσαρός.