μυσαρός

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠσᾰρός Medium diacritics: μυσαρός Low diacritics: μυσαρός Capitals: ΜΥΣΑΡΟΣ
Transliteration A: mysarós Transliteration B: mysaros Transliteration C: mysaros Beta Code: musaro/s

English (LSJ)

ά, όν, (μύσος)
A foul, dirty: hence, loathsome, abominable, αἷμα μητρός E.Or.1624, cf. LXX Le.18.23 (v.l. μυσερός); μ. μηδέν Hdt.2.37: Sup., μυσαρώταται πράξεις Phld.Sto.339.2.
2 of persons, defiled, polluted, E.Med.1393 (anap.), El.1350 (anap.), Ar.Lys.340, Theoc.2.20. Adv. μυσαρῶς f.l. for μυστικῶς in Zos.4.3.

German (Pape)

[Seite 222] unrein, schmutzig, abscheulich; φόνος, Eur. I. T. 1224; αὶμα ματρός, Or. 1624; ἔργα φόνια μυσαρά, El. 1178; auch von Menschen, μυσαρῷ δολίῳ τε φωτί, Traad. 281; φεῦ μυσαρὰ καὶ παιδολέτορ, Med. 1393; Ar. Lys. 340; Her. 2, 37; einzeln bei Sp. S. auch μυσερός.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
qui souille, infâme, abominable.
Étymologie: μύσος.

Russian (Dvoretsky)

μῠσᾰρός:
1 позорящий, гнусный (φόνος Eur.);
2 покрытый позором, отвратительный (μ. καὶ παιδολέτωρ Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μῠσᾰρός: -ά, -όν, (μύσος) ἀκάθαρτος, ῥυπαρός, ἐντεῦθεν ὡς τὸ Λατ. impurus, βδελυκτός, σχεδὸν ὡς τὸ μιαρός, Εὐρ. Ὀρέστ. 1624, κτλ.· τὸ μ., βδέλυγμα, Ἡρόδ. 2. 37. 2) ἐπὶ προσώπων, βδελυρός, μιαρός, Εὐρ. Μήδ. 1393, Ἠλ. 1350, Ἀριστοφ. Λυσ. 340. Ἐπίρρ. -ρῶς, Εὐσ., κτλ.

Greek Monolingual

και μυσερός, -ή, -ὁ (ΑΜ μυσαρός, -ά, -όν, Μ και μυσερός, -ή, -ο)
σιχαμερός, απεχθής, βδελυρόςμυσαρός δολοφόνος»)
μσν.
το αρσ. ως ουσ.μυσαρός
είδος μικρής σαύρας
αρχ.
1. ακάθαρτος, μιαρόςαἷμα μητρὸς μυσαρὸν ἐξειργασμένος», Ευρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυσαρόν
το βδέλυγμα.
επίρρ...
μυσαρώς και μυσερώς (ΑΜ μυσαρῶς και μυσερῶς) με τρόπο που προκαλεί αποτροπιασμό, απέχθεια, βδελυγμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύσος «μίασμα, ακαθαρσία» + κατάλ. -αρός / -ερός (πρβλ. σθεν-αρός, στυγ-ερός)].

Greek Monotonic

μῠσᾰρός: -ά, -όν (μύσος),·
1. ρυπαρός, ακάθαρτος· απ' όπου, αηδιαστικός, σιχαμερός, βδελυρός, σε Ευρ.· τὸ μυσαρόν, βδέλυγμα, σε Ηρόδ.
2. λέγεται για πρόσωπα, μιαρός, μολυσμένος, σε Ευρ.

Middle Liddell

μῠσᾰρός, ή, όν μύσος
1. foul, dirty: hence, loathsome, abominable, Eur.; τὸ μυσαρόν an abomination, Hdt.
2. of persons, defiled, polluted, Eur.

English (Woodhouse)

defiled, polluted

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἀκάθαρτος, μιαρός, μισητός). Ἀπό τό μύσος (=βρωμιά), ἀπό ὅπου παράγεται τό μυσάττομαι, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.