μυσταγωγικός

Greek (Liddell-Scott)

μυστᾰγωγικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μύησιν, Κύριλλ. Ἱερ. 227.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α μυσταγωγικός, -ή, -όν) μυσταγωγός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυσταγωγία
νεοελλ.
φρ. «μυσταγωγική θεολογία» — μορφή της λειτουργικής η οποία εξετάζει τη λειτουργία και γενικά τις τελετές όχι κατά την ιστορική τους εξέλιξη, αλλά από μυστική άποψη.