-ουν, contr. for μυόχροος.
μυόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)αυτός που έχει χρώμα ποντικού, τεφρόχρωμος, σταχτής, ποντικόχρωμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + χρόος / χροῦς «χρώμα» (πρβλ. ροδόχρους)].