μωρόφρων

English (LSJ)

-ονος, ὁ, ἡ, (φρήν) dull-witted, Man.4.283.

German (Pape)

[Seite 226] ονος, stumpfsinnig, Maneth. 4, 283.

Greek (Liddell-Scott)

μωρόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ ἔχων μωράς, ἀμβλείας τὰς φρένας, Μανέθων 4. 283.

Greek Monolingual

μωρόφρων, ὁ και ἡ (Μ)
άνθρωπος ανόητος, μωρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο)- (< μωρός) + -φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. καλόφρων, μεγαλό-φρων].