καλόφρων
From LSJ
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
English (LSJ)
καλόφρον, gen. ονος, gloss on εὔφρων, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1314] ον, = καλογνώμων, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰλόφρων: -ον, γεν. ονος, = εὔφρων, Ἡσύχ. ἐν λ. εὔφρων.
Greek Monolingual
καλόφρων, -ονος (AM)
αυτός που σκέπτεται καλά, ορθά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- (< επίρρ. καλά) + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλόφρων, υψηλόφρων].