-ητος, ὁ, = μοχθηρός, Crates Gramm. ap. Sch. Ar. Eq. 959; cf. μολγός II.
[Seite 199] ὁ, = μολγός.
μόλγης, -ητος, ὁ (Α)μοχθηρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < μολγός + επίθημα -ης, -ητος (πρβλ. πεν-ης, πλάν-ης)].