μόρφασμα

German (Pape)

[Seite 208] τό, das Abgebildete, Nicet.

Greek (Liddell-Scott)

μόρφασμα: τό, ἀπεικόνισμα, ψυχῆς ἐκπορνευούσης μόρφασμα (ἡ ὑπόκρισις) Εὐστ. Πονημάτ. 73. 37.

Greek Monolingual

μόρφασμα, τὸ (Μ) μορφάζω
εικόνα, απεικόνισμα.