[ῡ], εως, ἡ, = μυκηθμός, lowing, bellowing Arist.Pr.938a10, Sch.A.R.4.1285 (pl.).
[Seite 216] ἡ, das Brüllen, Sp.
μύκησις: [ῡ], εως, ἡ, = μῡκηθμός, Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, 3, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1285.
μύκησις, ἡ (Α) μυκώμαιμυκηθμός.