μύλακρος

English (LSJ)

ὁ,
A millstone, Alcm. 23.31.
II μύλακροι· γομφίοι ὀδόντες, Hsch.

Greek Monolingual

μύλακρος, ὁ (Α)
1. μυλίτης λίθος, μυλόπετρα
2. (κατά τον Ησύχ.) «μύλακροι γομφίοι ὀδόντες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλαξ, -ακος + επίθημα -ρος (πρβλ. μικρός)].