μύνομαι

German (Pape)

[Seite 218] (vgl. ἀμύνομαι), vorschützen, vorwenden; οὐδέ τι ἄλλο μυνάμενος ἄλλο νόημα, Alcaeus bei Eust. 1901, 52, der es προφασίζεσθαι erkl.

Greek (Liddell-Scott)

μύνομαι: [ῡ], ἀποθ., = ἀμύνομαι (πρβλ. μύνη), προφασίζομαι, Ἀλκαῖ. 86.

Greek Monolingual

μύνομαι (Α)
βλ. μυνάομαι.