προφασίζομαι
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
impf.
A προὐφασιζόμην Th.1.90: Att. fut. προφασιοῦμαι Aeschin.3.24, later προφασίσομαι Sch.Ar.Ec.1019: aor. προὐφασισάμην Th.5.54, X.Cyr.2.2.30, etc.; προεφασίζομαι D.C.59.26:—allege by way of excuse, plead in excuse, c. acc., τὸν αὐλητήν Thgn.941; τὸν μῆνα Th.5.54; ἀεί τι D.48.20: c. inf., allege as an excuse that.., ἀρρωστεῖν Id.19.124; so π. ὅτι οὐκ ἐπίστανται X.Oec.20.14: c. acc. cogn., πάσας προφάσεις π. Pl.R. 474e, cf. Lys.8.16: abs., make excuses, Ar. Lys.756, Th.1.90; οὐκ ἔφη χρῆναι π. οὐδὲ διαμέλλειν Id.6.25; π. ὑπέρ τινος Isoc.4.13: aor. in pass. sense, ὡς εὗρον ἅπαν.. προφασισθέν that all was used as a pretext, all was a mere pretence, Th.8.33, cf. D.C.Fr. 57.72.
II allege (by way of accusation) that.., Εάρδεσιν ἐπιβουλεῦσαι [ἡμᾶς] π. Pl.Mx.240a.
III seek a quarrel against, τινι LXX 4 Ki.5.7.
German (Pape)
[Seite 796] dep. med., Etwas zum Vorwand nehmen, sich womit entschuldigen, τί; Theogn. 935; περιφανῆ χρήματα, Ar. Lys. 756; Plat. Phaedr. 231 b; πάσας προφάσεις προφασίζεσθαι, Rep. V, 474 e; Lys. 8, 16; ἀσχολίαν, Xen. Cyr. 2, 2, 30; οὐκ ἔφη χρῆναι προφασίζεσθαι, οὐδὲ διαμέλλειν, Thuc. 6, 25; auch προφασισθέν, pass., 8, 33; προὐφασίζετο ἀεί τι καὶ ἀναβολὰς ἐποιεῖτο, Dem. 48, 20; ἀῤῥωστεῖν προφασίζεται, 19, 124; Sp.
French (Bailly abrégé)
impf. προὐφασιζόμην, f. προφασιοῦμαι, ao. προὐφασισάμην, pf. inus. ; ao. au sens Pass. προὐφασίσθην;
1 chercher ou donner des prétextes, s'excuser : τι alléguer qch pour prétexte ; προφασίζεσθαι ὅτι donner pour prétexte que, etc.
2 Pass. (à l'ao. προὐφασίσθην) être allégué comme prétexte.
Étymologie: πρόφασις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προφασίζομαι [πρόφασις] met acc. als excuus aanvoeren:; ἀσχολίαν προυφασίσατο hij voerde tijdgebrek als excuus aan Xen. Cyr. 2.2.30; met inf..; ἀρρωστεῖν προφασίζεται zijn excuus is dat hij ziek was Dem. 19.124; pass.. ὡς ηὗρον ἅπαν ἐπὶ τῇ σωτηρίᾳ τῶν ἀνθρώπων προφασισθέν toen zij ontdekten dat alles was verzonnen ter bevrijding van de mensen Thuc. 8.33.4. abs. uitvluchten zoeken, zich verontschuldigen:. οὐκ ἔφη χρῆναι προφασίζεσθαι οὐδὲ διαμέλλειν hij zei dat ze geen uitvluchten moesten zoeken en nog langer dralen Thuc. 6.25.1; προφασίζει smoesjes! (lett. ‘je zoekt uitvluchten’) Aristoph. Lys. 756; π. ὑπὲρ τῶν μελλόντων ῥηθήσεσθαι zich verontschuldigen voor wat gezegd zal gaan worden Isocr. 4.13.
Russian (Dvoretsky)
προφᾰσίζομαι: выдвигать в качестве предлога или оправдания (τι Thuc., Dem. и ἔκ τινος Arst.): πάσας προφάσεις π. Plat. искать всяких предлогов; ἐπὶ σωτηρίᾳ προφασισθέν Thuc. предлог к бегству; προφασίζει! Arph. (пустые) отговорки с твоей стороны!; π. ἀρρωστεῖν Dem. ссылаться (в оправдание) на свою болезнь; π. ἐπιβουλεῦσαί τινα Σάρδεσιν Plat. выдвигать в качестве предлога, будто кто-л. злоумышляет против Сард.
Greek Monolingual
ΝΜΑ πρόφασις
προβάλλω κάτι ως πρόφαση, ως πρόσχημα, προσχηματίζομαι (α. «προφασίστηκε αδιαθεσία και δεν ήλθε» β. «τὸν μῆνα προυφασίσαντο», Θουκ.
γ. «ἀρρωστεῖν προφασίζεται», Δημοσθ.)
αρχ.
1. αναφέρω ως κατηγορία εναντίον κάποιου, κατηγορώ κάποιον ότι δήθεν... («Σάρδεσιν ἐπιβουλεῦσαι [ἡμᾶς] προφασιζόμενος», Πλάτ.»)
2. αναζητώ λόγο φιλονικίας εναντίον κάποιου, επιδιώκω να αποδώσω σε κάποιον αίτιο φιλονικίας.
Greek Monotonic
προφᾰσίζομαι: παρατ. προὐφασιζόμην, μέλ. Αττ. προφασιοῦμαι, αόρ. αʹ προὐφασισάμην·
I. αποθ., προβάλλω ως πρόφαση ή δικαιολογία, προφασίζομαι μέσω δικαιολογίας, δικαιολογούμαι, με αιτ., σε Θέογν., Θουκ. κ.λπ.· με απαρ., προφασίζομαι ότι..., σε Δημ.· απόλ., βρίσκω δικαιολογίες, προφάσεις, σε Θουκ.· αόρ. αʹ προφασισθῆναι, με Παθ. σημασία, χρησιμοποιούμαι ως πρόφαση, στον ίδ.
II. αναφέρω (ως κατηγορία) ότι δήθεν..., σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
προφᾰσίζομαι: παρατ. προὐφασιζόμην Θουκ. 1. 90· μέλλ. Ἀττ. προφασιοῦμαι Αἰσχίν. 57. 13, -ίσομαι Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1019· ἀόρ. προὐφασισάμην Θουκ. 5. 54, Ξεν., κλπ.: προεφ- Δίων Κ. 59. 26· ἀποθ. Ὡς καὶ νῦν, προβάλλω ὡς πρόφασιν, δικαιολογοῦμαι, προφασίζομαι, μετ᾿ αἰτ., οὐδὲ τὸν αὐλητὴν προφασίζομαι Θέογν. 941· τὸν μῆνα προὐφασίσαντο Θουκ. 5. 54· προὐφασίζετο ἀεί τι Δημ. 1173. 2 μετ᾿ ἀπαρ., προφασίζομαι ὅτι..., ἀρρωστεῖν ὁ αὐτ. 379. 13· οὕτω, πρ. ὅτι οὐκ ἐπίστανται Ξεν. Οἰκ. 20, 14· μετὰ συστοίχ. αἰτ., πάσας πρόφάσεις πρ. Πλάτ. Πολ. 474Ε, πρβλ. Λυσίαν 113. 39· ― ἀπολ., εὑρίσκω προφάσεις, Ἀριστοφ. Λυσ. 756, Θουκ. 1. 90· οὐκ ἔφη χρῆναι πρ. οὐδὲ διαμέλλειν ὁ αὐτ. 6. 25· πρ. ὑπέρ τινος Ἰσοκρ. 43C· ― ὁ ἀόρ. ὡσαύτως κεῖται ἐπὶ παθ. σημασίας, ὡς εὗρον ἅπαν... προφασισθέν, ὅτι ἅπαν τοῦτο ἦτο ἁπλῆ πρόφασις, Θουκ. 8. 33, Δίωνος Κ. Ἀποσπ. 65 Sturz, ΙΙ. ἀναφέρω (ὡς κατηγορίαν) ὅτι δῆθεν..., Σάρδεσιν ἐπιβουλεῦσαι [ἡμᾶς] πρ. Πλάτ. Μενέξ. 240Α. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 471, 476.
Middle Liddell
imperf. προὐφασιζόμην fut. Attic προφασιοῦμαι aor1 προὐφασισάμην
Dep.:
I. to set up as a pretext or excuse, allege by way of excuse, plead in excuse, c. acc., Theogn., Thuc., etc.; c. inf. to allege as an excuse that . ., Dem.:—absol. to make excuses, Thuc.:—aor1 προφασισθῆναι in pass. sense, to be used as a pretext, Thuc.
II. to allege (by way of accusation) that, Plat. [from πρόφᾰσις]
Lexicon Thucydideum
praetendere, to hold before, 1.90.5, 5.54.4, 6.25.1,
PASS. confingi, to be fabricated, 8.33.4.