μύρμος

English (LSJ)

ὁ,
A = μύρμηξ 1, Lyc.176.
II = μύρμηξ 111, Id.890.
III = φόβος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 220] ὁ, = μύρμηξ, Ameise, Lycophr. 176.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 fourmi insecte;
2 roche sous-marine.
Étymologie: DELG μύρμηξ.

Greek (Liddell-Scott)

μύρμος: ὁ, = μύρμηξ Ι, Λυκόφρ. 176. ΙΙ. = μύρμηξ ΙΙΙ, ὁ αὐτ. 890.

Greek Monolingual

μύρμος, ὁ (Α)
1. μυρμήγκι
2. ύφαλος
3. (κατά τον Ησύχ.) «φόβος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, κατά τα αρσ. σε -ος].