νάποινος

English (LSJ)

μάταιος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

νάποινος: «μάταιος» Ἡσύχ.

English (Slater)

νᾱποινος without reward of met., c. gen. “ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν ἔννομον δωρήσεται οὔτε παγκάρπων φυτῶν νάποινον οὔτ' ἀγνῶτα θηρῶν” (Schr.: νήποινος codd.) v. Forsmann, 143 ff.) (P. 9.58)

Greek Monolingual

νάποινος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μάταιος».