νήστιδα
Greek Monolingual
η (Α νῆστις, -ιος και -ιδος)
ανατ. το τμήμα του λεπτού εντέρου μετά το δωδεκαδάκτυλο, μήκους 1,40 περίπου μέτρων, το οποίο μεταπίπτει χωρίς σαφή όρια στον ειλεό και που έλαβε την ονομασία αυτή επειδή, κατά τον Γαληνό, στα πτώματα «διὰ παντὸς εὑρίσκεται κενόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. νήστις (ΙΙ)].